- ἀφιλοσοφία
- ἀφιλοσοφίᾱ , ἀφιλοσοφίαcontempt for philosophyfem nom/voc/acc dualἀφιλοσοφίᾱ , ἀφιλοσοφίαcontempt for philosophyfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφιλοσοφία — ἀφιλοσοφία, η (Α) [αφιλόσοφος] η καταφρόνηση της φιλοσοφίας … Dictionary of Greek